- ῥίπη
- ῥί̱πη , ῥίπτωthrowaor ind pass 3rd sg (homeric ionic)ῥί̱πη , ῥῖποςmatneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ῥί̱πη , ῥῖποςmatneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… … Dictionary of Greek
ριπή — η ρίξιμο, βολή: Ακούστηκαν ριπές αυτομάτων· φρ., «εν ριπή οφθαλμού», στη στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥιπῇ — ῥῑπῇ , ῥίπτω throw aor subj pass 3rd sg ῥῑπῇ , ῥιπή swing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιπή — ῥῑπή , ῥιπή swing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ripe (Grecia) — Ρίπη Ripe Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma griego … Wikipedia Español
мьгновениѥ — МЬГНОВЕНИ|Ѥ (14), ˫А с. Мгновение: [дьявол] ˫ави(т) ти въ едино(м) мьгновеньи всѧ цр(с)тва. и въспроси(т) поклонень˫а. (ἐν μιᾶς καιροῦ) ГБ XIV, 29б; скорость же молни˫а то˫а изрѧдъна ѥсть. ˫ако во омъгновениi [в др. сп. въ мегновении] нѣкую часть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ρίπημα — ήματος, τὸ, Α η ριπή, η ορμητική κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ῥιπή, κατά τα ουδ. σε ημα από συνηρημένα ρ. σε ῶ / άω] … Dictionary of Greek
ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… … Dictionary of Greek
Ρίπαι — αἱ, Α μυθική οροσειρά στον Βορρά, τα Ριπαία Όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπή «ορμή, δύναμη» (< ῥίπτω) με την έννοια ότι από το μέρος αυτό ξεκινά ο Βορράς, που είναι ο πιο ισχυρός άνεμος … Dictionary of Greek
ανάρπαστος — η, ο (Α ἀνάρπαστος, όν και ός, ή, όν, Μ ἀνάρπαστος, η, ον) [αναρπάζω] αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ γρήγορα, που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού αρχ. 1. αυτός που σύρθηκε… … Dictionary of Greek